αντιτυφικός, -ή

αντιτυφικός, -ή
αυτός που καταπολεμά τον τύφο: Έκαναν στα παιδιά τους αντιτυφικό εμβόλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιτυφικός — ή, ό ο κατάλληλος για πρόληψη ή για θεραπεία του τύφου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”